ψιλόφλουδος

ψιλόφλουδος
-η, -ο, Ν
(για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο-* + -φλουδος (< φλούδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλόφλουδος — η, ο λεπτόφλουδος, αυτός που έχει λεπτό φλοιό: Τα πορτοκάλια αυτά είναι ψιλόφλουδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • φτενόφλουδος — η, ο (για καρπούς), αυτός που έχει λεπτό φλοιό, φτενή φλούδα, ψιλόφλουδος: Φτενόφλουδο καρπούζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”